(1300) Fables anonymes grecques attribuées à Ésope (Ier-XIVe s.) « Chambry 170 » pp. 251-251
/ 1093
(1300) Fables anonymes grecques attribuées à Ésope (Ier-XIVe s.) « Chambry 170 » pp. 251-251

Chambry 170

Chambry 170.1

Κορυδαλός — L’alouette huppée.

Κορυδαλὸς εἰς πάγην ἁλοὺς θρηνῶν ἔλεγεν· « Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστήνῳ πτηνῷ· οὐ χρυσὸν ἐνοσφισάμην τινός, οὐκ ἄργυρον, οὐκ ἄλλο τι τῶν τιμίων· κόκκος δὲ σίτου μικρὸς τὸν θάνατόν μοι προὐξένησεν. »

Ὁ μῦθος πρὸς τοὺς διὰ κέρδος εὐτελὲς μέγαν ὑφισταμένους κίνδυνον.

Codd. La 55 Lb 64 Le 64 Lf 55 Lh 27 Me 79 Mf 70 Ml 82 Cf 69.

Une alouette huppée, prise au lacs, disait en gémissant : « Hélas ! pauvre oiseau infortuné que je suis ! Je n’ai dérobé à personne ni or, ni argent, ni quoi que ce soit de précieux : c’est un petit grain de blé qui a causé ma mort. »

Cette fable s’applique à ceux qui, pour un profit mesquin, s’exposent a un grand danger.

Chambry 170.2

Aliter — Autre version.

Κορυδαλὸς εἰς πάγην πεσὼν ἐθρήνει λέγων· « Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστηνῷ πτηνῷ· οὐ διὰ χρυσόν, οὐ διὰ ἄργυρον, οὐ διὰ ἄλλο τι τῶν τιμίων, διὰ <δὲ> κόκκον σίτου μικρὸν τὸν θάνατον ἐμαυτῷ προεξένησα. »

Ὁ μῦθος δηλοῖ [ὅτι] τοὺς διὰ κέρδος εὐτελὲς ὑφισταμένους θάνατον.

Cod. Ce 65.

Chambry 170.3

Aliter — Κουκουλάτης.

Κουκουλάτου ἔτυχε τοῦ βίου τέλος
καὶ στενάζων ἔλεγε μετὰ δακρύων·
« Οἴμοι τῷ πτωχῷ καὶ ξένῳ καὶ δυστήνῳ·
οὐ χρυσὸν, οὐκ ἄργυρον ἐνοσφισάμην·
κόκκος δὲ μικρὸς τὸν θάνατον προσῆξε
καὶ παγὶς ἐν γῇ μικρὰ ἐγκεκρυμμένη
† περιεῖλέ μου τὴν κουκουλίθραν. † »

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοὺς πένητας οἵτινες ἐξερχόμενοὶ συνάξαι διατροφὰς συλλαμϐάνονται παρὰ δυναστῶν καὶ κινδυνεύουσι μὴ ἐλεούμενοι ὑπ’ αὐτῶν τετυφλωμένων ὄντων καὶ ἀσυνέτων.

Codd. Ma 176 Md 68 Mh 64 Mm 82.