Chambry 240▶
Chambry ◀240.1▶
Μυῖα — La mouche.
Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· « Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέϐρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει. »
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀϐασανίστως παρακολουθήσῃ.
▶Une mouche était tombée dans une marmite remplie de viande. Sur le point d’être noyée dans la sauce, elle se dit à elle-même : « J’ai mangé, j’ai bu, j’ai pris un bain ; la mort peut venir : il ne m’en chaut. »
Cette fable montre que les hommes supportent facilement la mort, quand elle survient sans douleur.
Chambry ◀240.2▶
Aliter — Autre version.
Μῦς εἰς χύτραν ζέουσαν κρεῶν τε <πλήρη>
ἐνέπεσε καὶ ἔμελλε συμπνιγῆναι.
Ἀποθνῄσκων δ’ ἔφησε τοιοῦτον λόγον·
« Ἐσθιόντι, πίνοντι καί λελουμένῳ
οὐ μέλει μοι θάνατος, νὴ τοὺς θεούς μου. »
Φέρουσί τινες τὸν θάνατον ῥᾳδίως,
ὅταν ἐπέλθῃ ἀϐασανίστως τούτοις.
Cod. Cd ◀90.